- ανθοκόμος
- ο цветовод
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανθοκόμος — ο (Α ἀνθοκόμος, ον) νεοελλ. αυτός που ασχολείται με την ανθοκομία, με την καλλιέργεια καλλωπιστικών φυτών αρχ. επίθ. 1. στολισμένος με άνθη 2. πολύχρωμος, ποικιλόχρωμος … Dictionary of Greek
ανθοκόμος — ο αυτός που ασχολείται με την ανθοκομία: Θεωρούνταν ένας από τους καλύτερους ανθοκόμους της Αθήνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνθοκόμοις — ἀνθοκόμος decked with flowers masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθοκόμοισιν — ἀνθοκόμος decked with flowers masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθοκόμου — ἀνθοκόμος decked with flowers masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθοκόμους — ἀνθοκόμος decked with flowers masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθοκόμων — ἀνθοκόμος decked with flowers masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθοκόμῳ — ἀνθοκόμος decked with flowers masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθοκομία — Η καλλιέργεια φυτών, τα οποία για την ιδιαίτερη ομορφιά κάποιου μέρους τους (άνθος, εντυπωσιακό φύλλωμα κλπ.) χρησιμοποιούνται ως καλλωπιστικά. Η καλλιέργειά τους μπορεί να γίνεται σε μεγάλη κλίμακα και να πάρει μάλιστα καθαρά βιομηχανικό… … Dictionary of Greek
-κόμος — ο, η, θηλ. και α (ΑM κόμος) β συνθετικό πολλών συνθέτων τής Αρχαίας και Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. κομῶ, έω «περιποιούμαι, φροντίζω», που απαντά μόνο στην Αρχαία Ελληνική. Όλα αυτά τα σύνθετα είναι παροξύτονα σε αντιδιαστολή με… … Dictionary of Greek
ανθοβοσκός — ἀνθοβοσκός, ο (Α) ανθοκόμος … Dictionary of Greek